- σαμειώ
- -όω, Α(δωρ. τ.) βλ. σημειώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμείῳ — σαμεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμείωι — σαμείῳ , σαμεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek